- κιναίδιον
- κῐναίδ-ιον, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιναίδιον — κιναίδιον, τὸ (Α) [κίναιδος] ονομασία τού πτηνού ίυγξ, σουσουράδα, κωλοσούσα … Dictionary of Greek
κιναίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναιδίου — κιναίδιον neut gen sg κιναιδίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Jynx (mythologie) — Pour les articles homonymes, voir Jynx. Jynx (en grec ancien Ἴϋγξ / Iỹnx, « torcol ») est un personnage assez confidentiel de la mythologie grecque. Son mythe repose sur des sources tardives et contradictoires, qui toutes se rejoignent… … Wikipédia en Français
κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον … Dictionary of Greek