κιναίδιον

κιναίδιον
κῐναίδ-ιον, τό,
A = ἴυγξ, Hsch., Phot.; = σεισοπυγίς, Sch.Theoc.2.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κιναίδιον — κιναίδιον, τὸ (Α) [κίναιδος] ονομασία τού πτηνού ίυγξ, σουσουράδα, κωλοσούσα …   Dictionary of Greek

  • κιναίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδίου — κιναίδιον neut gen sg κιναιδίας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Jynx (mythologie) — Pour les articles homonymes, voir Jynx. Jynx (en grec ancien Ἴϋγξ / Iỹnx, « torcol ») est un personnage assez confidentiel de la mythologie grecque. Son mythe repose sur des sources tardives et contradictoires, qui toutes se rejoignent… …   Wikipédia en Français

  • κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”